- πιλόκαρπος
- ο, Νβοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας ρουτίδες, από τα φύλλα τού οποίου λαμβάνεται η πιλοκαρπίνη.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pilocarpus (< πίλος* + καρπός)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πιλοκαρπίνη — Χολινομιμητική φαρμακευτική ουσία. Βγαίνει από το φυτό pilocarpus pinnatifolius, που φυτρώνει κυρίως στη Βραζιλία. Με τη μορφή υδροχλωρικού άλατος, χρησιμεύει (ως αλοιφή ή σταγόνες) στη θεραπεία ορισμένων παθήσεων των ματιών, στις οποίες… … Dictionary of Greek
πιλοκαρπιδίνη — η, Ν αλκαλοειδές που συνοδεύει την πιλοκαρπίνη στα φύλλα τού φυτού πιλόκαρπος ο πτερόφυλλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. pilocarpidine < pilocarpus (βλ. λ. πιλόκαρπος) + idine] … Dictionary of Greek
ρουτίδες — (rutaceae). Οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών, της τάξης των γερανιωδών. Οι ρ. είναι δέντρα, θάμνοι ή φυτά ποώδη, με φύλλα συνήθως απλά, πολυσχιδή ή σύνθετα, που φέρουν διαφανή στίγματα, χωρίς παράφυλλα. Τα άνθη τους είναι γενικά ερμαφρόδιτα και ο… … Dictionary of Greek